1455889915 MB home        1455889923 MB back   

Εθνικό Πάρκο

 

Εθνικό πάρκο

 

Το Εθνικό Πάρκο Χελμού-Βουραϊκού ιδρύεται στις 02 Οκτωβρίου 2009 με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 40390/01-10-2009 (ΦΕΚ Δ’ 446/02-10-2009), με την οποία χαρακτηρίζεται ως «Εθνικό Πάρκο Χελμού−Βουραϊκού» η χερσαία περιοχή του ορεινού όγκου Χελμού – φαράγγι του Βουραϊκού ποταμού, που βρίσκεται στην εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 και κάτω των 2000 κατοίκων των Δήμων Καλαβρύτων, Λευκασίου, Διακοφτού, Ακράτας, Αιγείρας (Ν. Αχαΐας) και Δήμου Φενεού (Ν. Κορινθίας).

Σκοπός της ανακήρυξης του Εθνικού Πάρκου είναι η προστασία, διατήρηση και διαχείριση της φύσης και του τοπίου, ως φυσικής κληρονομιάς και πολύτιμου εθνικού φυσικού πόρου σε χερσαία και υδάτινα τμήματα της περιοχής «ορεινός όγκος Χελμού – φαράγγι Βουραϊκού ποταμού», που διακρίνονται για την μεγάλη βιολογική, οικολογική, αισθητική, επιστημονική, γεωμορφολογική και παιδαγωγική τους αξία, με το χαρακτηρισμό της ως Εθνικό Πάρκο. Ειδικότερα επιδιώκεται η διατήρηση και διαχείριση των σπάνιων οικοτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας που απαντώνται στην συγκεκριμένη περιοχή.

 
 

  

 

Προστατευόμενη Περιοχή

Σύμφωνα με τις κατηγορίες του ν. 1650/86 η προστατευόμενη περιοχή Χελμού-Βουραϊκού εντάσσεται στην κατηγορία των Εθνικών Πάρκων. Εθνικά πάρκα χαρακτηρίζονται εκτάσεις μεγάλης οικολογικής ή βιολογικής σημασίας. Στις περιοχές αυτές προστατεύεται το φυσικό περιβάλλον από κάθε δραστηριότητα ή επέμβαση που είναι δυνατόν να μεταβάλλει ή να αλλοιώσει τη φυσική κατάσταση, σύνθεση ή εξέλιξη του. Κατ’ εξαίρεση μπορούν να επιτρέπονται, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις του οικείου κανονισμού, η εκτέλεση εργασιών, ερευνών και η άσκηση ασχολιών και δραστηριοτήτων, κυρίως παραδοσιακών, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς προστασίας. Στις περιοχές αυτές μπορεί να δίνονται ειδικότερες ονομασίες ανάλογα με το συγκεκριμένο αντικείμενο και το σκοπό προστασίας.

 Τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της περιοχής ως Εθνικό Πάρκο είναι :

  •  Πρόκειται για εκτεταμένη χερσαία περιοχή η οποία βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστη από ανθρώπινες δραστηριότητες.
  •  Στην περιοχή υπάρχει μεγάλος αριθμός από σπάνια, απειλούμενα και ενδημικά είδη χλωρίδας και έχουν καταγραφεί 17 οικοτόποι του παραρτήματος Ι της οδηγίας 92/43, 2 από τους οποίους θεωρούνται οικοτόποι προτεραιότητας.
  •  Στην περιοχή έχει παρατηρηθεί μεγάλος αριθμός από σπάνια και απειλούμενα είδη πανίδας και ορνιθοπανίδας τα οποία προστατεύονται από την Εθνική και Κοινοτική νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις.
  •  Οι δραστηριότητες που ασκούνται αποτελούν παραδοσιακές δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα, που πολλές φορές αποτελούν τον καλύτερο τρόπο διαχείρισης και προστασίας των φυσικών οικοσυστημάτων.
  •  Το πλήθος των διάσπαρτων σε όλη την περιοχή στοιχείων ιστορικού, φυσικού και εν γένει πολιτισμικού ενδιαφέροντος, τα οποία χρήζουν προστασίας, ανάδειξης και σύνδεσης με τις οικολογικά σημαντικότερες περιοχές στην προσπάθεια δημιουργίας ενός ενιαίου οικοτουριστικού δικτύου.
  •  Το ισχυρό νομικό καθεστώς που ισχύει για την περιοχή.
  •  Η πεποίθηση ότι ο χαρακτηρισμός της περιοχής ως Εθνικό Πάρκο Χελμού-Βουραϊκού, προσφέρει πλεονεκτήματα στην οικοτουριστική ανάπτυξη καθώς και καλύτερες δυνατότητες διαχείρισης και προστασίας (αυτόνομος φορέας διαχείρισης με δυνατότητα ευελιξίας, δημιουργία οικείου κανονισμού κ.λ.π).


Στην Προστατευόμενη Περιοχή σύμφωνα με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 40390/01-10-2009 (ΦΕΚ Δ’ 446/02-10-2009), με την οποία χαρακτηρίζεται ως «Εθνικό Πάρκο Χελμού−Βουραϊκού» η χερσαία περιοχή του ορεινού όγκου Χελμού – φαράγγι του Βουραϊκού ποταμού ορίζονται οι παρακάτω ζώνες προστασίας :

α) Ζώνη Α1: Περιοχή προστασίας της φύσης Υψηλές Κορυφές του όρους Χελμός
β) Ζώνη Α2: Περιοχή Προστασίας της Φύσης Δάσους Ανεξαρτησίας Καλαβρύτων
γ) Ζώνη Α3: Περιοχή Προστασίας της Φύσης Φαραγγιού Βουραϊκού ποταμού
δ) Ζώνη Β1: Περιοχή Προστασίας του Σπηλαίου Καστριών
ε) Ζώνη Β2: Περιοχή Προστασίας των Πηγών Αροανίου,
ζ) Ζώνη Β3: Περιοχή Προστασίας της Λίμνης Τσιβλού
η) Ζώνη Β4: Περιοχή Προστασίας των Πηγών Λάδωνα
θ) Ζώνη Γ: Περιοχή Περιβαλλοντικού Ελέγχου περιλαμβάνει την υπόλοιπη περιοχή που καταλαμβάνει το Εθνικό Πάρκο Χελμού – Βουραϊκού, εκτός από τις Ζώνες Α1, Α2 και Α3, (Περιοχές Προστασίας της Φύσης) καθώς και τις Ζώνες Β1, Β2, Β3 και Β4, (Περιοχές Ειδικών Ρυθμίσεων) όπως αυτές περιγράφονται παραπάνω. 

 

 
 

Χλωρίδα

Στην προστατευόμενη περιοχή Χελμού-Βουραϊκού συγκεντρώνεται υψηλός αριθμός ελληνικών και τοπικών ενδημικών, πολλά από τα οποία ανήκουν σε μία από τις κατηγορίες επικινδυνότητας του Βιβλίου Ερυθρών δεδομένων της IUCN, επιπρόσθετα με την παρουσία ενός είδους προτεραιότητας σύμφωνα με τον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, γεγονός που συμβάλει στην ανάδειξη της οικολογικής αξίας του ορεινού τοπίου, το οποίο επίσης χαρακτηρίζεται από γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά ιδιαίτερης σημασίας και οικολογικού ενδιαφέροντος.

Τα προαναφερόμενα ως προς τον χλωριδικό πλούτο, τον πλούτο σε ενδημισμούς και τη σπανιότητα αυτών των στοιχείων, συνδυάζονται με την παρουσία δασών ελάτης και μαύρης πεύκης πολύ καλής δομής και ανάπτυξης, αλλά και δασών μικρότερης έκτασης πλατύφυλλης δρυός που προσδίδουν την ιδιαίτερη οικολογική και αισθητική αξία του  ορεινού τόπου.

Η χλωρίδα του Χελμού, χαρακτηρίζεται από τη συγκέντρωση υψηλού αριθμού ενδημικών ειδών και μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 27 ενδημικά της Πελοποννήσου και 90 ενδημικά της Ελλάδας. Τα ονόματα αρκετών ειδών, παραπέμπουν σε τοπωνύμια της περιοχής, είτε γιατί αποτελούν ενδημικά του Χελμού, είτε γιατί περιγράφηκαν για πρώτη φορά στην περιοχή αυτή. Μερικά από αυτά είναι ο βόλανθος του Χελμού (Bolanthus chelmicus), το σεσέλι των Αροανίων (Seseli aroanicum), η βιόλα του Χελμού (Viola chelmea). Επιπρόσθετα, η μοναδικότητα του ορεινού συμπλέγματος οφείλεται στην προστασία μεταξύ άλλων 5 τοπικών ενδημικών, δηλαδή ειδών που σε παγκόσμια κλίμακα φύονται αποκλειστικά στο Χελμό. Αυτά είναι η αλχεμίλλα η αροάνιος (Alchemilla aroanica), η κορυνταλίς του Όξελμαν (Corydalis blanda subsp. oxelmannii), η λονικέρα η Ελληνική (Lonicera alpigera subsp. Hellenica), το πολύγαλα το υπομονανθές (Polygala subuniflora), η βαλεριάνα η κρίνειος (Valeriana crinii subsp. crinii). Η οικολογική αξία του ορεινού τοπίου αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο, από την παρουσία ενός είδους προτεραιότητας, της γκλομπουλάρια της Στύγας (Globularίa stygia), της ακουιλέγια του Όθωνα (Aquilegia ottonis), αλλά και πολλών ενδημικών της Πελοποννήσου, όπως η ασπερούλα η αρκαδική (Asperulα arcadiensis), η φεστούκα η στύγια (Festuca stygia), το αγριογαρύφαλλο του μερκουρείου (Dianthus mercurii), το γάλιο της Κυλλήνης (Gallium cylleneum), το ιεράκιο το λευκόκομο (Hieracium leucocomum).


Ανεκτίμητος είναι και ο χλωριδικός πλούτος του φαραγγιού του Βουραϊκού, στο οποίο έχουν καταγραφεί αρκετά ενδημικά και άλλα είδη με ιδιαίτερη επιστημονική αξία, σπάνια και προστατευόμενα. Είδη όπως, το πευκέδανο της Αχαΐας (Peucentanum achaicum), ο άγριος στάχυς (Stachys parolinii) και η καμπανούλα των βράχων (Campanula rupestris), ταξινομούνται ως «σπάνια» και προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις και νόμους, ενώ άλλα σημαντικά ενδημικά είναι η αχίλλειος η σκιαδιοειδής (Achillea umbellata subsp. monocephala), η αουρίνια του Μωριά (Aurinia moreana), η σιλένη του Μωριά (Silene congesta subsp. moreana) και η καμπανούλα η τοπάλιος (Campanula topaliana subsp. cordifolia). 

 

 
   

Πανίδα

 

Η πανίδα της προστατευόμενης περιοχής του Χελμού–Βουραϊκού, περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό εντόμων, αμφίβιων, ερπετών, πουλιών και θηλαστικών. Την άνοιξη τα αλπικά λιβάδια του Χελμού, ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο με πεταλούδες. Οι μπλε πεταλούδες (Agrodiaetus iphigenia, Turanana panagaea) ζουν μόνο στις υψηλές κορυφές του Χελμού, ενώ άλλα είδη πεταλούδων, όπως η νυχτοπεταλούδα (Calimorpha quantripunctaria), η θερσαμόνια της Θέτιδος (Thersamonia thetis) κάνουν στην περιοχή μια από τις λιγοστές εμφανίσεις τους στον ελλαδικό χώρο.
 

Ο ενδημισμός που παρατηρείται στο Χελμό δεν αφορά μόνο τα λεπιδόπτερα, αλλά και άλλες οικογένειες εντόμων (κολεόπτερα, ορθρόπτερα) και χερσαίων ασπονδύλων (γαστερόποδα, ισόποδα). Πολλά από αυτά τα είδη αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά στο ευρύ κοινό, έχουν ιδιαίτερη επιστημονική και βιο-γεωγραφική αξία.
 

Στα κρύα νερά του Αροάνιου ζουν δυο ενδημικά είδη ψαριών, η πέστροφα (Salmo macrostigma) και ο χαμοσούρτης (Barbus peloponnesius). Στα ρέματα και στους εποχικούς νερόλακκους της περιοχής αναπαράγονται 9 είδη αμφιβίων. Ο ελληνικός βάτραχος (Rana graeca) ζει κοντά στην κοίτη των ορεινών ρεμάτων, ενώ οι φρύνοι και οι σαλαμάνδρες μετά την περίοδο αναπαραγωγής τους βρίσκουν καταφύγιο στα δάση. Σημαντική είναι η παρουσία του αλπικού τρίτωνα (Triturus alpestris) στα ορεινά ρέματα του Χελμού. Ο πληθυσμός αυτός αποτελεί το νοτιότερο όριο εξάπλωσης του αλπικού τρίτωνα σε παγκοσμία κλίμακα.
 

Η ερπετοπανίδα είναι εξαιρετικά πλούσια και αποτελείται συνολικά από 24 είδη. Ορισμένα είδη όπως τα φίδια (Elaphe quatuorlineata, Elaphe situla), οι νεροχελώνες (Emys orbicularis, Mauremys rivulata), οι χερσαίες χελώνες (Testudo marginata, Testudo hermanni) προστατεύονται από την ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
 

Η περιοχή φιλοξενεί σημαντικό αριθμό στρουθιόμορφων και αρπακτικών πτηνών. Συνολικά έχουν καταγραφεί 21 είδη ημερόβιων αρπακτικών των οικογενειών Accipitridae, Falconidae. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο χρυσαετός (Aquila chrysaetos), το βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), το ξεφτέρι (Accipiter nisus), ο χουχουριστής (Strix aluco). Στα κωνοφόρα δάση φωλιάζει ο μαύρος δρυοκολάπτης (Dryocopus Martius) και αρκετά αρπακτικά, όπως η κουκουβάγια (Athene noctua). Οι ορθοπλαγιές του Χελμού αποτελούν κατάλληλο ενδιαίτημα φωλεοποίησης για αρκετά ορεινά είδη, όπως ο χιονόστρουφος (Montifringilla nivalis), η χιονάδα (Eremophila alpestris), τα οποία αναζητούν τη λεία τους στα αλπικά και υποαλπικά λιβάδια του Χελμού.
 

Από τα θηλαστικά που έχουν καταγραφεί στην περιοχή, ιδιαίτερης προσοχής χρήζει η βίδρα (Lutra lutra). Η βίδρα είναι υδρόβιο θηλαστικό και τα τελευταία χρόνια οι πληθυσμοί της έχουν μειωθεί σημαντικά, εξαιτίας της ανθρώπινης όχλησης και της μείωσης της τροφής της. Στα σπήλαια και στις σχισμές των βράχων ζουν αρκετά είδη νυχτερίδων, (Miniopterus sehreibasi, Myotis blythii, Myotis myotis, Rhinolophus blasii, Rhinolophus mehelyi, Rhinolophus ferrumequinum), τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας εξαιτίας της καταστροφής των ενδιαιτημάτων τους.

 

 
 

Περιοχές Natura

 

Δίκτυο «Natura 2000»
  
Το Δίκτυο Natura 2000 αποτελεί ένα Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο περιοχών, οι οποίες φιλοξενούν φυσικούς τύπους οικοτόπων και οικοτόπους ειδών που είναι σημαντικοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελείται από δύο κατηγορίες περιοχών:

  • τις «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» (Special Protection Areas – SPA) για την Ορνιθοπανίδα, όπως ορίζονται στην Οδηγία 79/409/EK «για την διατήρηση των άγριων πτηνών»
  • τους «Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ)» (Sites of Community Importance – SCI) όπως ορίζονται στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Για τον προσδιορισμό των ΤΚΣ λαμβάνονται υπόψη οι τύποι οικοτόπων και τα είδη των Παραρτημάτων Ι και ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, καθώς και τα κριτήρια του Παραρτήματος ΙΙΙ αυτής. Μεταγενέστερα και σύμφωνα με τον Ν. 3937/31-03-2011: «Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις» προβλέπεται ότι: «Οι περιοχές που περιέχονται στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της απόφασης 2006/613/ΕΚ της Επιτροπής (L 259), χαρακτηρίζονται με τον παρόντα νόμο ως Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (Ε.Ζ.Δ.)»

Σύμφωνα με τα παραπάνω και την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ έχει χαρακτηριστεί εντός των ορίων του Εθνικού Πάρκου μια (1) Ζώνη Ειδικής Προστασίας (Ζ.Ε.Π.) της ορνιθοπανίδας με την ονομασία:

  • «Όρος Χελμός (Αροάνια) – Φαράγγι Βουραϊκού και περιοχή Καλαβρύτων» (GR2320013),

ενώ σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ τέσσερεις (4) Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (Ε.Ζ.Δ.), οι οποίες έχουν ενταχθεί στο ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000 και είναι οι εξής:

  •  το Όρος Χελμός και τα Ύδατα της Στυγός (GR2320002)
  •  το Φαράγγι του Βουραϊκού (GR2320003)
  •  το Αισθητικό Δάσος των Καλαβρύτων (GR2320004)
  •  το Σπήλαιο των Καστριών (GR2320009)

Στις περιοχές αυτές λαμβάνονται μέτρα, τα οποία αποσκοπούν στη διατήρηση και στην αποκατάσταση των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας, καθώς και στη διατήρηση των ιδιαίτερων κοινωνικών και πολιτιστικών στοιχείων της τοπικής κοινωνίας.

Ορεινός όγκος του Χελμού
O ορεινός όγκος του Χελμού (Αροάνια) βρίσκεται στη βόρεια Πελοπόννησο και η Ψηλή Κορφή στα 2.318 μ. είναι και η υψηλότερη. Στα ανατολικά του ορεινού αυτού συμπλέγματος, οι ψηλότερες κορυφές σχηματίζουν ένα πέταλο γύρω από τη μυθική κοιλάδα των Υδάτων της Στυγός, όπου και δημιουργείται ένας εντυπωσιακός καταρράκτης 200 μ., ενώ σε υψόμετρο 2.050 μ. βρίσκεται η μοναδική αλπική λίμνη της Πελοποννήσου, η Μαυρόλιμνη.
 
Στο Χελμό απαντώνται σημαντικοί οικότοποι λόγω της παρουσίας φυτικών και ζωικών ειδών με υψηλό ποσοστό ενδημισμού. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της περιοχής του Χελμού ως «δεξαμενή βιοποικιλότητας». Χαρακτηριστικό του τοπίου του ορεινού όγκου του Χελμού, είναι η παρουσία δασών Κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica) και Μαύρης πεύκης (Pinus nigra) σε χαμηλότερα υψόμετρα, που σχηματίζουν ιδανικά καταφύγια για τα μεγάλα θηλαστικά και τα πουλιά της περιοχής.
 
Το υδρογραφικό δίκτυο του Εθνικού Πάρκου είναι ιδιαίτερα πλούσιο και αποτελείται από σημαντικό αριθμό χειμάρρων, ρεμάτων και ποταμών παροδικής και μόνιμης ροής, τα οποία συγκεντρώνουν το σύνολο των απορροών του ορεινού όγκου του Χελμού. Το όλο δίκτυο δέχεται αυξανόμενες ανθρωπογενείς πιέσεις και γι’ αυτό απαιτείται η προστασία και η διαχείριση των υδατικών πόρων. Από το Χελμό πηγάζουν τέσσερα μεγάλα ποτάμια ο Αροάνιος, ο Λάδωνας, ο Βουραϊκός και ο Κράθις, ενώ μικροί χείμαρροι τροφοδοτούν το οροπέδιο του Φενεού. Επιπλέον, στα ανατολικά του Χελμού σχηματίζονται δυο πανέμορφες λίμνες. Δυτικά του Κράθι βρίσκεται η μικρή ορεινή λίμνη Τσιβλού, η οποία δημιουργήθηκε το 1912 όταν από μια μεγάλη κατολίσθηση φράχτηκε η κοίτη του ποταμού Κράθι και στο οροπέδιο του Φενεού η λίμνη της Δόξας.
  
Το φαράγγι του Βουραϊκού
Το φαράγγι του Βουραϊκού ποταμού βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της Πελοποννήσου, μεταξύ του ορεινού όγκου του Χελμού και των ανατολικών προεκτάσεων του όρους Παναχαϊκού. Είναι συνολικού μήκους 22 περίπου χλμ. και με υψόμετρο που κυμαίνεται από τα 100 έως τα 1.000 μ. Η λιθολογική σύσταση των πετρωμάτων του φαραγγιού με τη συνεργική δράση του νερού, έχουν διαμορφώσει καταρράχτες, σπήλαια με σταλακτίτες-σταλαγμίτες, συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό τοπίο για τον επισκέπτη. Τις φυσικές ομορφιές, αλλά και τα ιδιαίτερα σημεία του φαραγγιού στις θέσεις Νιάματα, Πόρτες Τρικλιά, Σιφώνι και Δικαστήρια, μπορεί κανείς να θαυμάσει, είτε με πεζοπορία (μονοπάτι Ε4), είτε με τον Οδοντωτό σιδηρόδρομο.
 
Η περιοχή κατά μήκος και εκατέρωθεν του Βουραϊκού ποταμού, χαρακτηρίζεται από παραποτάμιες ζώνες βλάστησης, με κυρίαρχο είδος το Platanus orientalis (Πλάτανος ο ανατολικός). Στη χλωριδική σύνθεση των ζωνών συμμετέχουν σε μικρότερο βαθμό τα είδη: Ιτιά η λευκή (Salix alba), Ιτιά η περίβλαστη (Salix amplexicaulis), Ιτιά η εύθραυστη (Salix fragilis), Ιτιά η  ελαίαγνος (Salix eleagnos), Λεύκα η λευκή (Populus alba), Σκλήθρα η κολλώδης (Alnus glutinosa), Βάτος (Rubus fruticosus), Κισσός (Hedera helix). Οι συστάδες που συγκροτούν την παρόχθια βλάστηση είναι πολύ καλής δομής και ανάπτυξης, αποτελούμενες από ταχυαυξή δασικά είδη.
 
Η χλωρίδα του Φαραγγιού του Βουραϊκού ποταμού κρίνεται ως εξέχουσα σημαντική, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την καταγραφή αρκετών ενδημικών, ειδών με ιδιαίτερη επιστημονική αξία, σπάνια και προστατευμένα, ενώ η πανίδα της περιοχής βρίσκει καταφύγιο στους απότομους δασωμένους ορεινούς όγκους που περιβάλλουν το φαράγγι καθώς και τα ποτάμια ενδιαιτήματα της περιοχής.
  
Αισθητικό δάσος Καλαβρύτων
Στα νοτιοδυτικά των Καλαβρύτων απλώνεται μια έκταση 17.500 στρ. τεράστιου δασικού πλούτου, αποτελούμενη από Κεφαλληνιακή ελάτη (Abies cephalonica), Μαύρη πεύκη (Pinus nigrα), Αριά (Quercus ilex) και πουρνάρι (Quercus coccifera). Η δασική αυτή έκταση κηρύχθηκε Αισθητικό Δάσος το 1977, εξαιτίας της σημαντικότητας των τύπων οικοτόπων, της χλωρίδα και της πανίδας. Επιπλέον, έχει χαρακτηριστεί ειδική περιοχή προστασίας για τα πουλιά (Οδηγία 79/409/ΕΕ) και αποτελεί την αντιπλημμυρική ασπίδα των Καλαβρύτων. Το Αισθητικό Δάσος χαρακτηρίζεται από εναλλασσόμενη τοπογραφία, στην οποία οι παραπάνω τύποι βλάστησης προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα και αναδεικνύουν τη φυσική και την αισθητική του αξία. Στην απαίτηση προστασίας και διατήρησης του δάσους, συντελεί και η ιστορική του σημασία, καθώς εδώ βρίσκεται το μνημείο εκτελεσθέντων κατά τη Γερμανική κατοχή.
  
Σπήλαιο των Λιμνών
Κοντά στο χωριό Καστριά του Δήμου Καλαβρύτων, μέσα στους ασβεστόλιθους του βουνού Αμολινίτσα, στον ορεινό όγκο του Χελμού, ένας υπόγειος ποταμός διάνοιξε το Σπήλαιο των Λιμνών, που έχει μήκος 2 χιλιόμετρα. Σήμερα ο ποταμός ρέει σε χαμηλότερα επίπεδα, όμως η παρουσία του είναι ακόμη έντονη στο ένα τρίτο του σπηλαίου, όπου σχηματίζονται 13 μόνιμες λίμνες. Η περιοχή που βρίσκεται το σπήλαιο αποτελεί τμήμα του ορεινού όγκου του Χελμού και της υδρολογικής λεκάνης του Αροανείου ποταμού. Το σπήλαιο βρίσκεται σε υψόμετρο 827 μ. και η ευρύτερη περιοχή του σπηλαίου αποτελείται από δύο ομάδες πετρωμάτων: την Ζώνη Τριπόλεως και την ζώνη Ωλονού-Πίνδου. Η σπηλαιογένεση οφειλόταν αρχικά σε ένα τεκτονικό ρήγμα και εν συνεχεία στην χημική και μηχανική διάβρωση αυτού από τα υπόγεια, αλλά και τα υπέργεια νερά της υδρολογικής λεκάνης του Αροανείου ποταμού. Χρονολογικά φαίνεται πως τούτο έγινε την εποχή των παγετώνων (πριν 1,5 εκατομμύρια χρόνια).

 
 


Please publish modules in offcanvas position.